υφασματέμπορος

υφασματέμπορος
ο, Ν
έμπορος υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύφασμα, υφάσματος + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υφασματέμπορος — ο ο έμπορος υφασμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… …   Dictionary of Greek

  • εμπορορράπτης — ο υφασματέμπορος και ράφτης συγχρόνως ανδρικών ρούχων …   Dictionary of Greek

  • φαλίρω — και φαλιρίζω (λ. ιταλ.), φαλίρισα, φαλιρισμένος, αμτβ., πτωχεύω, χρεοκοπώ, καταστρέφομαι οικονομικά: Φαλίρισε ο υφασματέμπορος κι έγινε εργάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”